Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χρηστηρίῳ εἰ

См. также в других словарях:

  • χρηστηρίῳ — χρηστήριον an oracle neut dat sg χρηστήριος oracular masc/neut dat sg χρηστήριος oracular masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπηρετώ — ὑπηρετῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εργάζομαι ως υπηρέτης, εκτελώ χειρωνακτικές, ιδίως, εργασίες για κάποιον, (α. «έχει τρεις ανθρώπους να τόν υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῡντας», Ξεν.) 2. προσφέρω εξυπηρέτηση σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»